Ιστορικά στοιχεία

Η Ιστορία της Θεσπρωτίας

Η εμφάνιση του ανθρώπου στο θεσπρωτικό χώρο ανάγεται στην Παλαιολιθική Περίοδο. Τα πολυπληθή ευρήματα των πρόσφατων αρχαιολογικών ερευνών στην περιοχή του Ελευθεροχωρίου, βόρεια της Παραμυθιάς, επιβεβαιώνουν τη διατυπωθείσα από παλαιότερα άποψη για αξιολόγηση παρουσία του προϊστορικού ανθρώπου στο θεσπρωτικό χώρο κατά τη Μέση ( 250.000-35.000 π.Χ.) και Νεώτερη ( 35.00-9.000 π.Χ.). Παλαιολιθική περίοδο.

Κατά τη Νεολιθική Περίοδο ( 9.000-28.0 π.Χ.) έχει διαπιστωθεί ανθρώπινη εγκατάσταση στις σπηλιές της Ψάκας και της Σίδερης καθώς και σε διάφορες περιοχές της κοιλάδας του Κωκυτού: Αρχαιολογικά επιβεβαιωμένη είναι η αραιή μεν αλλά συνεχής παρουσία προελληνικών φύλων στο Θεσπρωτικό χώρο στην πρώιμη εποχή του Χαλκού (3 π.Χ. χιλιετία), όπως ονομάζεται η αμέσως επόμενη πολιτιστική περίοδος.

Στο τέλος της Πρώιμης Χαλκοκρατίας (2.000 π.Χ. περίπου) τοποθετείται η ειρηνική εγκατάσταση των πρώτων ελληνόφωνων φύλων, των Ελλήνων Θεσπρωτών, στη Θεσπρωτία και εν γένει σε ολόκληρη την Ήπειρο.

Κατά τη διάρκεια της Ύστερης Χαλκοκρατίας (14ο-13οπ.Χ. αι.), μυκηναίοι άποικοι από τη Δυτική Πελοπόννησο φτάνουν μέχρι τους νοτιότερους όρμους της Θεσπρωτίας, ιδρύοντας οχυρωμένες εγκαταστάσεις κατά το πρότυπο των μυκηναϊκών ακροπόλεων της νότιας Ελλάδας: την Εφύρα στις εκβολές του Αχέροντα και την προϊστορική Τορύνη στον όρμο του Λυχνού, στην περιοχή της Κίπερης. Κατά τη διάρκεια της μετακίνησης προς Νότο των βορειοδυτικών ελληνικών φύλων περισσότερο γνωστής ως «Κάθοδος των Δωριέων» ( 1.100 π.Χ.), εγχώρια θεσπρωτικά φύλα μετανάστευσαν προς τη Θεσσαλία και τη νότια Ελλάδα. Την ίδια περίοδο οι Μολοσσοί περιορίζοντας τους Θεσπρωτούς δυτικά της πεδιάδας των Ιωαννίνων.

Οι ευελίμενες ακτές της Θεσπρωτίας και η πρόσφορη θέση της ως προς την Ιταλία και την Αδριατική (Πολύβιος: «πρόκεινται της Ελλάδος προς την Ιταλία») μετά από τους Μυκηναίους κίνησαν και το ενδιαφέρον των νοτίων Ελλήνων των ιστορικών χρόνων. Ο αποικισμός των Ηλείων τον 8 αι. π.Χ. και των Κορινθίων και Κερκυραίων τον 7ο και 6ο π.Χ. από τον Αμβρακικό μέχρι την Επίδαμνο, επέφερε την επανασύνδεση των σχέσεων της Ηπείρου με τη Ν.Ελλάδα.

Στις αρχές του 4ου π.Χ. αι. οι Μολοσσοί προσαρτίζουν τη Δωδώνη, την Κασσωπαία και γενικά ολόκληρη την ανατολική Θεσπρωτία, περιορίζοντας την εδαφική επικράτεια των Θεσπρωτών, οι οποίοι αν και επεκτάθηκαν στην Νότια Κεστρίνη, δεν είναι σε θέση να συναγωνιστούν τους Μολοσσούς και, πιθανότατα, υποχρεώνονται να προσχωρήσουν στο Κοινό των Μολοσσών ή στην Συμμαχία των Ηπειρωτικών που συστήνεται το 333/323 π.Χ. από τους Μολοσσούς και τους Θεσπρωτούς. Στον 4ο αι. π.Χ. τοποθετείται η ίδρυση των πρώτων οικισμών μεγέθους μιας πραγματικής πόλης.

Το δεύτερο μισό του 4 αι. π.Χ. αποτελεί έναν σημαντικό σταθμό στην ιστορία της Θεσπρωτίας: οι μικρές ατείχιστες κώμες συνοικίζονται, τειχίζονται και δημιουργούνται με πλήρη οικιστική οργάνωση.

Στα τέλη του 4ου το αργότερο στις αρχές του 3ου π.Χ. εντείνεται, το φαινόμενο της δημιουργίας μεγάλων οχυρών περιβόλων. Την δημιουργία των οχυρωμένων αυτών οικισμών επέβαλαν λόγοι οικονομικοί, διοικητικοί ή αμυντικοί. Η ανάπτυξη αυτή των αστικών κέντρων θεωρείται μια από τις σημαντικότερες διαδικασίες της Θεσπρωτίας και της Ηπείρου γενικότερα μεταξύ του 4αι. π.Χ. και της Ρωμαϊκής κατάκτησης.

Την ήττα του Περσέα, του Μακεδόνα βασιλιά, βάσει των εντολών της Συγκλήτου (Πολύβιος, Livius ακολούθησε η πυρπόληση και καταστροφή των τειχών εβδομήντα (70) πόλεων της Ηπείρου από το Ρωμαϊκό στρατό. Η Θεσπρωτία ήταν από τις περιοχές που επλήγησαν σκληρά.

Την Ρωμαϊκή καταστροφή του 167 π.Χ. ολοκλήρωσε το 88/87 π.Χ. μια δεύτερη, εξίσου μεγάλη από τους Θράκες μισθοφόρους του Μιθριδάτη ΣΤ΄ Ευπάτορα. Οι δυο αυτές καταστροφές εξηγούν τη ζοφερή εικόνα που περιγράφει ο γεωγράφος Στράβων για την ύπαιθρο της Ηπείρου επί Εποχής Αυγούστου.

Ο Ρωμαϊκός εποικισμός ευνόησε την ανάπτυξη των πόλεων ή τουλάχιστον μερικών από αυτές. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Φωτικής, βόρεια της Παραμυθιάς, της οποίας η ίδρυση ανάγεται στον 1 π.Χ αι. Με την ίδρυση της Νικόπολης από τον Αύγουστο σε ανάμνηση της νίκης του στο Ακτιο κατά των ενωμένων δυνάμεων του Αντωνίου και της Κλεοπάτρας το 31 π.Χ. ενισχύθηκε η εικόνα της ερήμωσης της υπαίθρου στην Θεσπρωτία, καθώς μεταφέρθηκαν και από το Θεσπρωτικό χώρο πληθυσμοί για τον συνοικισμό της νέας πόλης.

Στην Νικόπολη παρέμεινε ένα χειμώνα ο Απόστολος των Εθνών Παύλος. Από τον 1ο μ.Χ. αι. υπήρχε χριστιανική κοινότητα στην Νικόπολη, από όπου φαίνεται ότι διαδόθηκε ο Χριστιανισμός σε όλη την ΒΔ Ελλάδα.

Η Ρωμαϊκή παρουσία, με εξαίρεση την Φωτική, ήταν αισθητή κυρίως στα παράλια της Θεσπρωτίας.

Η περίφημη «Ρωμαϊκή ειρήνη» έγινε πραγματικά αισθητή στην Θεσπρωτία κατά τον 1ο και 2ο μ.Χ. αι. και μέχρι την περίοδο της μεγάλης της μεγάλης κρίσης των μέσων του 3μ.Χ. αι. Η Ρωμαϊκή έπαυλη στη περιοχή του Λαδοχωρίου, με τις ανάγλυφες ρωμαϊκές μαρμάρινες σαρκοφάγους τα ιδιαίτερα σημαντικά ευρήματα από το Ρωμαϊκό νεκροταφείο του 3ου μ.Χ αι. στο οικόπεδο του Μουσείου Ηγουμενίτσας, ήρθαν να αποδείξουν ότι ο κόλπος της Ηγουμενίτσας, ο «έρημος λιμήν» του Θουκυδίδη, έπαιξε έναν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο κατά την περίοδο της ύστερης αρχαιότητας.

Ο εκτεταμένος οικισμός των πρώτων μεταχριστιανικών αιώνων που αποκαλύπτεται τα τελευταία χρόνια στην περιοχή του Λαδοχωρίου, στο μυχό του κόλπου της Ηγουμενίτσας φαίνεται ότι επέζησε και κατά την αμέσως επόμενη παλαιοχριστιανική περίοδο και αποτελεί το μακρινό πρόγονο της σημερινής πρωτεύουσας του Νομού Θεσπρωτίας.

 

Σύμφωνα με τους αρχαίους συγγραφείς οι Θεσπρωτοί είναι απόγονοι των Πελασγών ή του Δευκαλίωνα και της Πύρρας απ’ τους οποίους γεννήθηκε ο Έλλην, ο γενάρχης των Ελλήνων. Από τη Θεσπρωτία οι Έλληνες μετοίκησαν στη Θεσσαλία, στη Φθία και στην υπόλοιπη Ελλάδα.

Στα κείμενα των αρχαίων συγγραφέων η ιστορική αλήθεια καλύπτεται από τον μύθο, ωστόσο ίσως είναι αλήθεια ότι η Θεσπρωτία είναι η κοιτίδα του Ελληνισμού. Aλλωστε μία από τις σπουδαιότερες προϊστορικές πολιτείες της ήταν η Έλλα.

Η Θεσπρωτία στα αρχαία χρόνια είχε περίπου την ίδια έκταση με σήμερα αλλά το όριό της στο νότο ήταν ο ποταμός Αχέροντας και τα Κασώπεια όρη. Κοντά στις εκβολές του Αχέροντα ήταν άλλη μια σπουδαία προϊστορική πόλη η Εφύρα, ιδρυμένη από τον Εφύρο απόγονο του Θεσπρωτού. Στον βασιλιά αυτής της πόλης τον Φείδωνα έρχεται ο Οδυσσέας να αγοράσει δηλητήριο για να το βάλει στα βέλη του. Σ’ αυτή την περιοχή βρίσκεται το περίφημο Νεκρομαντείο, (ανακαλύφθηκε από τους Σ. Δάκαρη και Σ Μουσελίμη το 1958) όπου οι ζωντανοί έρχονταν σε επαφή με τις ψυχές των νεκρών. Εκεί βρισκόταν και το βασίλειο του Aδη που είχε τις πόλεις του στην Αχερουσία λίμνη. Η λίμνη αυτή μάζευε τα νερά του Αχέροντα, του Κωκυτού (ποταμός της Παραμυθιάς) και της Στύγγας (πηγής στο βουνό Ερημίτη απ’ όπου έπιναν νερό οι αθάνατοι θεοί).

Όταν στην Εφύρα που ονομαζόταν και Κίχυρος βασιλιάς ήταν ο Αηδονέας ήρθαν εναντίον του ο Θησέας με τον φίλο του Περίθοο για να κλέψουν την γυναίκα του βασιλιά των Θεσπρωτών. Ο Αηδονέας όμως τους έπιασε και τους φυλάκισε για να ελευθερωθούν από τον Ηρακλή που κατέβηκε στον Aδη για να πάρει τον Κέρβερο, το τρομερό σκυλί που φύλαγε τις πύλες του Aδη. Στους προϊστορικούς χρόνους ο Στράβων αναφέρει σαν μεγαλύτερες πόλεις εκτός από την Κίχυρο την Πανδοσία (στο σημερινό Καστρί του Φαναρίου) την Ελλάτρια και τις Βατίες.

Το 433 πX γίνεται η περίφημη ναυμαχία μεταξύ Κορινθίων και Κερκυραίων στα Σύβοτα. Τον 4ο αιώνα οι Θεσπρωτοί ενώνονται και δημιουργούν το κοινό των Θεσπρωτών. Πρωτεύουσα του κοινού των θεσπρωτών είναι αρχικά η Ελέα (Χρυσαυγή – στην Βέλιανη Παραμυθιάς) και μετέπειτα η Γιτάνη στην περιοχή Γκούμανη Φιλιατών.

Το 375 πX οι Θεσπρωτοί ενώνονται με τους άλλους λαούς της Ηπείρου και συγκροτούν την συμμαχία των Ηπειρωτών. Ο βασιλιάς της Ηπείρου Πύρρος (318-272 πX) είχε το παλάτι του στην Πανδοσία ενώ στις εκστρατείες του εναντίον της Ρώμης εξέχων στρατηγός του ήταν ο Μίλων ο Θεσπρωτός.

Όταν το 167 πX ο Ρωμαίος στρατηγός Αιμίλιος Παύλος ισοπέδωσε 70 πόλεις της Ηπείρου, μεταξύ αυτών η Φανωτή (στην Ρίζανη) η Γιτάνη (στην Γκούμανη δίπλα στο φράγμα του Καλαμά) στις ανασκαφές της οποίας βρέθηκε θέατρο 2500 θεατών. Aλλες πόλεις ήταν η Ελίνα (πιθανόν το Δημόκαστρο στο Καραβοστάσι) και η Τορώνη (στην χερσόνησο της Λιγιάς.)

Εκτός από τα ερείπια αυτών των πόλεων η Θεσπρωτία είναι κατάσπαρτη από απομεινάρια της αρχαίας εποχής. Βρέθηκαν μαντείο στην Δράμεση, ακροπόλεις στον πύργο Ραγίου και στην Βέλιανη, αρχαία τείχη στην Ραβενή και στην Καλλιθέα, φρυκτωρία στην Σίδερη, τύμβος στο Προδρόμι με τάφο πολεμιστή, τάφος στο Κεφαλοχώρι με ανεκτίμητα κτερίσματα, τάφος της εποχής του χαλκού στην Παραμυθιά. Επίσης βρέθηκαν αρχαίοι οικισμοί στην Φασκομηλιά, στο Καρτέρι και στο Πολυνέρι.

Στην Ρωμαϊκή και πρώτη Βυζαντινή περίοδο οι πιο ονομαστές πόλεις ήταν η Φωτική (Παραμυθιά) και η Εύροια (Χόϊκα). Ήταν και οι δύο έδρες επισκόπων. Ο σπουδαιότερος επίσκοπος της Φωτικής ήταν ο Aγιος Διάδοχος (516 μX) του οποίου σώζονται αρκετά συγγράμματα, ενώ στην Ευροία το 380 μX ο επίσκοπός της Aγιος Δονάτος σκότωσε το δράκο που φώλιαζε στις πηγές του Αχέροντα κι έκανε το νερό θανατηφόρο για ζώα και ανθρώπους. Ευλόγησε το νερό και το έκανε γλυκό. Απο αυτό το θαύμα ονομάστηκε καί το χωριό Γλυκή.

Γύρω στο 550 μX ο Ιουστινιανός κτίζει το κάστρο του Αγίου Δονάτου στη Φωτική και μεταφέρει την Εύροια δίπλα στα ερείπια της αρχαίας Πανδωσίας. Είχαν προηγηθεί οι επιδρομές των Γότθων και των Βανδάλων, ενώ το 551 μX γίνεται ένας τρομερός σεισμός και ο βασιλιάς της Ιταλίας Τωτίλας λεηλατεί όλα τα παράλια της Θεσπρωτίας.

Η Νέα Εύροια καταστράφηκε το 850 μX απο τους Βούλγαρους και η κάτοικοι της πήραν το λείψανο του Αγίου Δονάτου και πήγαν στην Κέρκυρα. Η Φωτική έζησε ώς τον 11ο αιώνα και μάλιστα μετά την καταστροφή της Νικόπολης το 925 η διοίκηση της παλαιάς Ηπείρου είχε μεταφερθεί σ’ αυτή.

Στην περίοδο του δεσποτάτου της Ηπείρου (1200-1429) μετά την εκδίωξη των Νορμανδών απο την Ήπειρο κτίζεται η μονή Ραγίου (1200 μΧ) η οποία μένει ζωντανή ώς το 1725 οπότε καταστρέφεται από τους Τούρκους. Ξαναοικοδομήθηκε το 1866. Επί Μιχαήλ Γ’ του Αγγέλου κτίζεται η μονή Γηρομερίου. Υπάγονταν κατ’ ευθείαν στο Πατριαρχείο και το 1911 λειτουργούσε στο μοναστήρι αυτό ιερατική σχολή. Aλλες Βυζαντινές πόλεις ήταν η Καμίτζιανη που ιδρύθηκε το 560 μΧ από τον Βυζαντινό στρατηγό Καμίτζη και η Οσδίνα (στις Πέντε Εκκλησιές). Η Οσδίνα καταστράφηκε από τους Τούρκους της Νεράιδας τον 17ο αιώνα.

Τον 14ο αιώνα η Θεσπρωτία δέχεται επιδρομές από Σέρβους και Αλβανούς, ενώ οι Ενετοί καταλαμβάνουν θέσεις στα παράλιά της. Το 1452 η Παραμυθιά κυριεύεται από τον Σουλεϊμάν Μεχμέτ Πασά, ενώ η Σαγιάδα από τους Ενετούς πέφτει οριστικά στα χέρια των Τούρκων. Οι Ενετοί ονόμαζαν την Σαγιάδα Bastia και εκμεταλλεύoνταν τις αλυκές αλατιού που υπήρχαν στην περιοχή.

Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας οι σημαντικότερες πόλεις ήταν η Παραμυθιά, οι Φιλιάτες και το Μαργαρίτι. Σημαντικά για την διακίνηση των προϊόντων προς τα Γιάννενα ήταν η Σαγιάδα και το πέρασμα του Ελευθεροχωρίου, όπου ο Αλή Πασάς των Ιωαννίνων έχτισε το σωζόμενο και σήμερα κάστρο του. Το 1604 ο Διονύσιος ο Σκυλόσοφος προσπάθησε να ξεσηκώσει σε επανάσταση το Φανάρι, εξασφαλίζοντας την βοήθεια του αντιβασιλέα της Νεάπολης και των ιπποτών της Μάλτας, αλλά τα σχέδιά του προδώθηκαν. Μετά την αποτυχία της επανάστασης στα Γιάννενα το 1612 ο Διονύσιος ο Σκυλόσοφος και ο επίσκοπος Φαναρίου Σεραφείμ βρίσκουν μαρτυρικό θάνατο από τους Τούρκους. Οι Τούρκοι αγάδες της Θεσπρωτίας ήταν φεουδάρχες και οι πύργοι τους (κουλιές) υπάρχουν και σήμερα στην Παραμυθιά, το Μαργαρίτι και στον πύργο Ραγίου. Στον χώρο της Θεσπρωτικής γής μια ομάδα χωριών δεν μπορούσε να ανεχθεί την δουλεία. Σούλι, Αβαρίκος, Σαμονίβα, Κιάφα και άλλα 7 χωριά κτισμένα στις πλαγιές ενός άγονου οροπεδίου συγκροτούν μια μικρή Σουλιώτικη δημοκρατία με κόμματα φάρες όπως οι Τζαβελαίοι και οι Μποτσαραίοι.

Αυτή η κοινοπολιτεία των 14 χωριών εισέπρατε χρηματικές εισφορές απο τους μπέηδες και τους αγάδες της Παραμυθιάς, του Μαργαριτίου και της Μαζαρακιάς, για αν μην διαρπάζονται τα κτήματά τους. Το 1792 ο Αλή Πασάς εκστρατεύει εναντίον του Σουλίου και παθαίνει πανωλεθρία. Το 1799 επιχειρεί και πάλι την κατάληψη του Σουλίου. Μετά από 3ετή αποκλεισμό οι Σουλιώτες αναγκάζονται να συμφωνήσουν σε εκπατρισμό. Ο καλόγερος Σαμουήλ παραμένει στο Κούγκι και όταν φτάνουν οι Τούρκοι το ανατινάζει. Οι τούρκοι αντίθετα μ’ όσα είχαν συμφωνήσει, κυνηγούν τους Σουλιώτες.

Εξήντα γυναίκες στο Ζάλογγο πέφτουν στο γκρεμό για να αποφύγουν την αιχμαλωσία και τα παγωμένα νερά του Αχελώου, στο Σέλτζο γίνονται τάφος για εκατοντάδες γυναικόπαιδα. Από τους ξεριζωμένους Σουλιώτες μόνο ένα τμήμα που έφτασε στην Πάργα κατάφερε να σωθεί. Η Πάργα ώς το 1797 ήταν στην εξουσία των Ενετών. Μετά περνάει διαδοχικά στα χέρια Γάλλων, των Ρώσων και των Αγγλων οι οποίοι το 1819 την πουλάνε στον Αλή Πασά και οι κάτοικοί της αναγκάζονται να εκπατριστούν. Μετά τον θάνατο του Αλή Πασά το 1822 η Θεσπρωτία επιστρέφει στην κυριαρχία του Σουλτάνου ως το 1913, οπότε ελευθερώνεται από τον Ελληνικό στρατό

 

Φιλιάτες

I. Αρχαία – Ελληνιστική – Πρωτοχριστιανική Περίοδος

Δεν υπάρχουν ιστορικά στοιχεία για την πόλη, παρότι η ευρύτερη περιοχή είναι διάσπαρτη από αρχαιότητες. Στην πρώιμη Ελληνιστική περίοδο αναφέρεται θεσπρωτικό φύλο με το όνομα Φύλατες -από ψήφισμα που βρέθηκε στη Δωδώνη. Η γειτνίαση της με την αρχαία πρωτεύουσα των Θεσπρωτών Γιτάνη -σε απόσταση 6-7 χιλιομέτρων- δεν της έδωσε φαίνεται, περιθώρια μεγαλύτερης ανάπτυξης, στους ιστορικούς κι Ελληνιστικούς χρόνους. Ωστόσο, από Μακεδονικά νομίσματα που είχαν βρεθεί, σε έργα που γινόταν στην κορυφή του λόφου της παλαιάς δεξαμενής των Φιλιατών, έδωσαν το δικαίωμα στον αρχαιολόγο Σ. Δάκαρη να χαρακτηρίσει την περιοχή, κατά την αρχαιότητα, σε οικισμό ανοικτού τύπου.

Μετά την καταστροφή της Ηπείρου, από τους Ρωμαίους (167 π.Χ.), τους αιώνες που ακολούθησαν δεν έχουμε καμιά ενημέρωση, για την ευρύτερη περιοχή. Εβδομήντα πόλεις της Ηπείρου κατέστρεψαν και 150.000 κατοίκους της εξανδραπόδισαν οι Ρωμαίοι, ήταν φυσικό όλη η Ήπειρος να ερημώσει.

II. Βυζαντινή Περίοδος


Ούτε κατά την Βυζαντινή περίοδο έχουμε σημαντικές αναφορές, για την περιοχή.
Οι ελάχιστες αναφορές που υπάρχουν αφορούν την παράκτια ζώνη και ειδικά το λιμάνι της Σαγιάδας, που δίνει και το στίγμα του ενδιαφέροντος των εμπόρων των ισχυρών τότε χωρών. Λιμάνι, αλυκές κ.λπ. Από τον περιηγητή Σκροφάνι μαθαίνομε για την οικονομική κατάσταση και το εμπόριο της περιοχής, αυτής της περιόδου.

Τους τελευταίους αιώνες του Βυζαντίου και ειδικά την περίοδο του Δεσποτάτου της Ηπείρου έχουμε την άφιξη εδώ κάποιων διωγμένων Βυζαντινών οικογενειών- που εγκαθίστανται στην περιοχή, π.χ. την οικογένεια Τσαμαντούρων- στο χωριό Τσαμαντάς, κι άλλες για τις οποίες δεν έχουμε στοιχεία. Ένας τέτοιος διωγμένος Βυζαντινός της οικογένειας Λάσκαρη, ήταν και ο μετέπειτα Όσιος Νείλος ο οποίος ίδρυσε την Ιερά Μονή Γηρομερίου αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου και η οποία αναδείχθηκε σε πνευματικό φάρο της περιοχής (λειτουργούσε και κρυφό σχολειό) και κράτησε ζωντανή την θρησκεία και την ελπίδα των υπόδουλων Ελλήνων. Σε απόσταση 1-2 χιλιομέτρων νότια των Φιλιατών υπάρχουν τα ερείπια του πιθανόν Βυζαντινής περιόδου οικισμού Μιχάλιαρι (η Μιχάλιανη αναφέρεται στο τεφτέρι του Ουμούρ Μπέη το 1432, στο οποίο ο τούρκος κυβερνήτης είχε σημειώσεις για να εισπράττει του φόρους) ίσως είναι κτίσμα των ημερών του ιδρυτή του Δεσποτάτου Μιχαήλ Αγγέλου Κομνηνού ή έστω πήρε το όνομά του. Στις τελευταίες δεκαετίες του Βυζαντίου έχουμε τα χρυσόβουλα των ετών 1319-1321 του Αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β’, στα οποία αναφέρονται χωριά της περιοχής Βαγενετίας (έτσι ονομαζόταν η σημερινή Θεσπρωτία), όπως: Σκουπίτζα, Πόβλιστα, Τσαμάντουρα κ.λπ. Στο χρυσόβουλο του 1361 του Συμεών (Ούρεσης- Δεσπότης της Ηπείρου) υπάρχει και αναφορά στην Ηγουμενίτσα. Σαφώς η ιστορία αυτής της περιόδου ανήκει στους Βυζαντινούς Κεφαλάδες που κατείχαν τα φέουδα, στα οποία ήταν μοιρασμένη επί Βυζαντινών η επαρχία. Ονόματα αυθεντών χωριών, κτημάτων και τεράστιων περιοχών. Εδώ έχουμε την οικογένεια Αψαράδων -γνωστή από τις δωρεές στη μονή Γηρομερίου κ.λπ. Την τελευταία περίοδο του Δεσποτάτου εισέρχονται στην περιοχή οργανωμένες Αλβανικές φυλές και λυμαίνονται τον τόπο ασύδοτα, γίνονται κύριοι ολόκληρων περιοχών-φέουδων με το σπαθί και τη βία. Τα ονόματα σε κάποια χωριά της επαρχίας μαρτυρούν ακόμη και σήμερα το πέρασμά τους: Σπάτα- ρι, χωριό του Σπάτα. Γνωστή οικογένεια χριστιανικής & Αλβανικής προέλευσης, κλάδος της οποίας μετακινήθηκε αργότερα στην Αττική. Επίσης Σκέφα-ρι, Λιόπεσι κ.λπ. Αυτοί οι κυρίαρχοι της περιόδου των τελευταίων χρόνων του Δεσποτάτου, είναι και οι πρώτοι αλλαξοπιστήσαντες για να διατηρήσουν τα φέουδα τους. Ο Ισαήμ, από το Λεσκοβίκι, παράδειγμα όπως αναφέρει και η ιστορία.

Τούρκικη αναφορά χωριών της Επαρχίας, έχομε στην απογραφή του πρώτου Τούρκου κατακτητή Ουμούρ Βέη το 1432. Σ’ αυτήν αναφέρονται ονόματα χωριών πέριξ των Φιλιατών, αλλά και ενός οικισμού των Φιλιατών, της Μιχάλιανης- ρης, που βρίσκεται στα ανατολικά της πόλης, ο οποίος είχε αφανισθεί από τον λοιμό των αρχών του 1800.

III. Οθωμανική Περίοδος

Η περιοχή έχει περιέλθει στα χέρια των Οθωμανών την ίδια περίοδο που παραδόθηκαν τα Γιάννενα -πρωτεύουσα της Ηπείρου – το 1430. Η ιστορία αυτών των χρόνων ανήκει στους τιμαριούχους που εξακολουθούν να είναι οι ίδιοι, πάνω κάτω – αφού αυτό που άλλαξε με την τουρκική κατάκτηση ήταν το σύστημα. Ενώ ο Βυζαντινός Κεφαλάς ήταν αφέντης της γης του, ο τούρκος Τιμαριώτης ήταν σαν υπάλληλος του τουρκικού κράτους, εισέπραττε τους φόρους αλλά και διώχνεται αν δεν τα πήγαινε καλά με την εξουσία. Αυτά ισχύσανε τους δυο πρώτους αιώνες της κατάκτησης και ήταν ευνοϊκά για τους ραγιάδες. Αργότερα, οι Τιμαριούχοι αναγκάζονται να εξισλαμισθούν για να κρατήσουν τα τιμάρια, με άλλους όρους βέβαια, αφού κατά τα πρώτα χρόνια της Οθωμανικής κυριαρχίας η γη ανήκει στο Κράτος και οι τιμαριούχοι είναι οι ευνοούμενοι που συγκεντρώνουν τα δοσίματα να τα στείλουν στον μοναδικό αφέντη – τον Σουλτάνο. Η αλλαγή βέβαια έγινε σταδιακά και σε βάθος χρόνου και με κάποιες αντιδράσεις των παλιών αφεντάδων της περιοχής -υποδαυλισμένες από Ευρωπαίους, Ιταλούς κυρίως- που έχαναν σημαντικά εμπορικά προνόμια. Τέτοια εξέγερση ήταν κι αυτή του Διονυσίου, επίσκοπου Τρίκκης, (του Σκυλόσοφου) από την Παραμυθιά που καταπνίγηκε στο αίμα κι έδωσε το έναυσμα για τους πρώτους βίαιους εξισλαμισμούς στην περιοχή. Από τον 17 αιώνα οι συνθήκες αλλάζουν κι εμφανίζονται οι πρώτες ιδιοκτησίες και οι πρώτοι τσιφλικάδες.

Πώς δημιουργήθηκε η πόλη των Φιλιατών

Οι δρόμοι, καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας της ανθρωπότητας έπαιξαν και παίζουν σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη μίας περιοχής. Ένας σημαντικός δρόμος της αρχαιότητας που εξυπηρετούσε τις ανάγκες επικοινωνίας με την ενδοχώρα είναι κι αυτός που ένωνε το λιμάνι της Σαγιάδας με τα Γιάννενα – Λάρισα. Ο δρόμος είναι γνωστός από την αρχαιότητα κι αναφέρεται στις εκστρατείες των Ρωμαίων στους πολέμους με του Μακεδόνες. Αρχικά κάποια περίοδο της ιστορίας ο δρόμος περνούσε από το Λιμάνι (Μασκλινίτσα η Σαγιάδα) πήγαινε Γιτάνη κι από εκεί διακλαδίζονταν. Ένας δρόμος ακολουθούσε τον Καλαμά, έβγαινε στη Σκάλα Σίδερης (σκάλα Ζωριάνου), Φανωτή και από εκεί Παραμυθιά κ.λπ. κι ο άλλος ακολουθούσε τον Φιλιατιώτικο, παραπόταμο του Καλαμά, με κατεύθυνση τα Γιάννενα, μέσω Σκάλας Κεραμίτσας. Αυτός ο τελευταίος θεωρούμε πως ενδιαφέρει περισσότερο την περιοχή μας. Κι αυτό γιατί μετά από κάποια στιγμή, για ανεξήγητους λόγους, έκανε μικρή λοξοδρόμηση. Αντί να πάει προς Γιτάνη πήγε προς τα υψώματα Σμέρτου και προς την περιοχή που είναι σήμερα η πόλη των Φιλιατών. Σαφώς και η νέα διαδρομή είναι κοντινότερη, από την προηγούμενη κι ακόμη πρέπει να προσμετρήσουμε ότι πλέον δεν υπάρχει η Γιτάνη, που θα εξυπηρετούσε τις ανάγκες ενός ταξιδιώτη- ενός Καραβανιού. Να λοιπόν ένας ακόμη σημαντικός λόγος, αυτής της μικρής μα σημαντικής αλλαγής πορείας του μεγάλου δρόμου.

Στην νεώτερη ιστορία, λεπτομερείς μαρτυρίες για την αναβάθμιση του σημαντικού αυτού δρόμου, που ενώνει το λιμάνι της Σαγιάδας με την Λάρισα, έχομε από το 1716 και αφορά τις προετοιμασίες των Τούρκων για την εκστρατεία κατάληψης της Κέρκυρας.

 

Οι ανάγκες διέλευσης του τεράστιου εκστρατευτικού σώματος και οι ανάγκες στρατοπέδευσής του, πιθανόν να ορίζουν την αρχή ανάπτυξης της πόλης. Τα πολλά και τεράστια πηγάδια που είχε μαρτυρούν ότι εξυπηρετούσε κάποιες στιγμές πολύ κόσμο. Επίσης η αναγκαιότητα ύπαρξης επαγγελματιών που ακολουθούσαν το στράτευμα και όλες οι ανάγκες της εκστρατείας είναι αναμφίβολα τεκμήρια να ορίζουν την αρχή γέννησης της πόλης. Στην αρχή, των χιλιάδων στρατιωτών και των εκατοντάδων επισιτιστών, τεχνητών κ.λπ. βοηθητικού προσωπικού που τους ακολουθούσε. Μετέπειτα, των ταξιδιωτών και των καραβανιών που ακολουθούσαν πλέον τον νέο δρόμο και οι οποίες ανάγκες και καταστάσεις οδήγησαν κι άλλες ομάδες, επαγγελματιών, εμπόρων, κεφαλαιούχων γενικά, να μετακινηθούν για να στελεχώσουν την νέα πόλη. Ανάγκες για Χάνια, Πεταλωτήρια, Σαμαράδικα, Ραφτάδικα, Τσαρουχάδικα. Αυτές οι προοπτικές ανάπτυξης οδήγησαν πληθυσμό από την ενδοχώρα κι ακόμη μακρύτερα, όπως από τα βλαχοχώρια Καλαρύτες, Συρράκο (υπάρχουν απόγονοί τους) κ.λπ. να εγκατασταθούν στο Φιλιάτι και να δημιουργήσουν τις υποδομές μιας αγοράς ικανής να εξυπηρετήσει και να κερδίσει, χτίζοντας χάνια, ανοίγοντας καταστήματα κι εργαστήρια και γενικά ό,τι είχε ανάγκη μια πόλη αγορά-σταθμός.

Πιθανολογούμε λοιπόν ότι η πόλη προϋπήρχε, σαν μικρός αγροτικός- κτηνοτροφικός οικισμός, από την αρχαιότητα -λόγω των εκτεταμένων λιβαδιών του -και υπήρξαν κάποιοι λόγοι που αναβάθμισαν την παρουσία της, κάποια ιστορική περίοδο. Αυτή η περίοδο προφανώς έχει να κάνει με την αναβάθμιση του δρόμου, που προαναφέραμε, και δεν μπορεί να αρνηθεί κανείς ότι είναι και ο πρώτος λόγος που την ανέδειξε και αναβάθμισε.

Εκτεταμένη περιγραφή του δρόμου μας κάνει ο Πουκεβίλ, στις αρχές του 1800. Ο δρόμος περνούσε μέσα από Φιλιάτες και συνέχιζε προς Τζούμα (Δάφνη), Σκάλα Κεραμίτσας κ.λπ.

Ο δεύτερος λόγος ύπαρξης και ανάπτυξης της πόλης αφορά τις αναγκαιότητες διοικητικού κέντρου, για τη διοίκησης μιας εκτεταμένης περιοχής του Τουρκικού κράτους. Κι αυτό είναι αναμφίβολο, πώς δηλαδή η τουρκική διοίκηση φρόντισε να στέρξει την λειτουργία της νέας πόλης μεταφέροντας εδώ κάποιες αρχές της. Τα μέχρι τότε κέντρα ήταν πολύ μακριά -το Δέλβινο- το Μαζαράκι και το Μαργαρίτι, που φαίνεται ότι έπαιζαν αυτόν τον ρόλο. Επίσης είναι σαφές ότι οι Τούρκικες διοικητικές αρχές φρόντισαν από την κατάληψη της περιοχής και εντεύθεν να εξισλαμίσουν κάποιους παλιούς ντόπιους φεουδάρχες ιδιοκτήτες της γης και να τους στέψουν Τιμαριούχους- καλούς και πιστούς δηλ. φοροεισπράκτορες. (μεγάλοι εξισλαμισμοί που κατέγραψε η ιστορία έγιναν το 1635 και το 1735- 40 που εξισλαμίσθηκαν οι επαρχίες Δελβίνου, Φιλιατών και Μαργαριτίου.

Ο τρίτος λόγος στηρίζεται σε ενδείξεις κι έχει να κάνει με την αναγκαιότητα ύπαρξης πόλης -αγοράς σε μια εκτεταμένη ενδοχώρα- αφού βρισκόμαστε στην περίοδο ανάπτυξης του εμπορίου, των επαγγελμάτων καθώς και την εκμετάλλευσης προϊόντων της περιοχής από τους Ευρωπαίους, Βενετούς, Γάλους κ.λπ. Ο λόγος είναι εξ ίσου σημαντικός. Με την παρουσίαση των τριών παραπάνω λόγων πιστεύουμε πως ορίζουμε τη γέννηση της πόλης.
Πάντως δεν ξεφύτρωσε μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα, είναι γέννημα του 17ου και ειδικά του 18ου αιώνα. Είναι γεγονός πως η δυναμική παρουσία και η ξεχωριστή πολιτική του Αλή, έδωσε άλλη διάσταση στα Ηπειρώτικα πράγματα. Οι απειθείς τιμαριούχοι των Φιλιατών -που άλλαξαν πίστη για να κρατήσουν τα τιμάριά τους- είδαν στο πρόσωπό του τον κίνδυνο να χάσουν ό,τι με τόση θυσία κράτησαν, κι άλλοτε εναντιώθηκαν, άλλοτε συμπλεύσανε. Πάντως αιτία αυτών των τριβών των ντόπιων φεουδαρχών με τον Αλή δημιούργησαν και τα πρώτα γεγονότα που αναφέρονται στην πόλη- από τον Πουκεβίλ κυρίως. Η μετά την πτώση του Αλη εποχή, είναι η περίοδο που οι τιμαριούχοι των Φιλιατών γίνονται δυνάστες των γύρω χωριών, με την καθοδήγηση των δύο ισχυρών οίκων των Ντεμάτων και των Σεϊκάτων, φθάνοντας να σφετερισθούν το ιδιοκτησιακό καθεστώς πολλών από αυτών, οδηγώντας την Επαρχία σε οδυνηρές καταστάσεις.

 

Το 1922 μετά την Μικρασιατική καταστροφή,

Το 1922 μετά την Μικρασιατική καταστροφή ο μουσουλμανικός πληθυσμός της Θεσπρωτίας οι λεγόμενοι Αλβανοτσάμηδες εξαιρέθηκαν απο την ανταλλαγή των πληθυσμών. Στην πλειοψηφία ήσαν Έλληνες και Αλβανοί εξισλαμισμένοι. Οι λέξεις Τσάμης και τσάμικος προέρχονται από παραφθορά του Θύαμις. ( Καλαμάς). Όμως κατα την διάρκεια της Γερμανικής κατοχής οι Αλβανοτσάμηδες συνεργάζονται με τους κατακτητές και με υπόδειξή τους εκτελούνται στην Παραμυθιά την 29-9-1943 οι 49 πρόκριτοι της πόλης. Για αυτά και αλλά εγκλήματα τους, εγκατέλειψαν την Θεσπρωτία μαζί με τα κατοχικά στρατεύματα το 1944 και κατέφυγαν στην Αλβανία.

Το 1946 ο Νομός Θεσπρωτίας αποσπάσθηκε απο τον Νομό Ιωαννίνων, αφού πρώτα ακρωτηριάσθηκε το νότιο άκρο του. (Οι περιοχές Πάργας και Φαναρίου δόθηκαν στον Νομό Πρεβέζης.) Πρωτεύουσα του Νομού έγινε η Ηγουμενίτσα. Ο γεωγράφος Μελέτιος την ονομάζει Γουμενίτζα. Το πιο πιθανό είναι το όνομά της να το πήρε από τους κατοίκους της Γκούμανης οι οποίοι μετοίκησαν εδώ. Στην περιοχή Λαδοχωρίου βρέθηκαν ερείπια των πρώτων μεταχριστιανικών χρόνων καθώς και ρωμαϊκή έπαυλη με νεκρικό θάλαμο απο τέσσερις μερμάρινες σαρκοφάγους. Το κάστρο της πρέπει να πρωτοκτίσθηκε από τους Ενετούς μετέ 1204 ενώ στην Τουρκοκρατία το λιμάνι της χρησιμοποιήθηκε σαν αγκυροβόλιο απο τον τουρκικό στόλο.

Σήμερα η πρωτεύουσα του Ν. Θεσπρωτίας αποτελεί ιδιαίτερα σημαντική θαλάσσια πύλη εισόδου στην Ελληνική επικράτεια, ενώ η προνομιακή της θέση θα αναβαθμιστεί με την ολοκλήρωση των εκτελουμένων εργασιών επέκτασης του λιμανιού της και της κατασκευής της Εγνατίας οδού.

Το 1922 μετά την Μικρασιατική καταστροφή, ο μουσουλμανικός πληθυσμός της Θεσπρωτίας οι λεγόμενοι Αλβανοτσάμηδες εξαιρέθηκαν απο την ανταλλαγή των πληθυσμών. Στην πλειοψηφία ήσαν Έλληνες και Αλβανοί εξισλαμισμένοι. Οι λέξεις Τσάμης και τσάμικος προέρχονται από παραφθορά του Θύαμις. ( Καλαμάς). Όμως κατα την διάρκεια της Γερμανικής κατοχής οι Αλβανοτσάμηδες συνεργάζονται με τους κατακτητές και με υπόδειξή τους εκτελούνται στην Παραμυθιά την 29-9-1943 οι 49 πρόκριτοι της πόλης. Για αυτά και αλλά εγκλήματα τους, εγκατέλειψαν την Θεσπρωτία μαζί με τα κατοχικά στρατεύματα το 1944 και κατέφυγαν στην Αλβανία.

Το 1946 ο Νομός Θεσπρωτίας αποσπάσθηκε απο τον Νομό Ιωαννίνων, αφού πρώτα ακρωτηριάσθηκε το νότιο άκρο του. (Οι περιοχές Πάργας και Φαναρίου δόθηκαν στον Νομό Πρεβέζης.) Πρωτεύουσα του Νομού έγινε η Ηγουμενίτσα. Ο γεωγράφος Μελέτιος την ονομάζει Γουμενίτζα. Το πιο πιθανό είναι το όνομά της να το πήρε από τους κατοίκους της Γκούμανης οι οποίοι μετοίκησαν εδώ. Στην περιοχή Λαδοχωρίου βρέθηκαν ερείπια των πρώτων μεταχριστιανικών χρόνων καθώς και ρωμαϊκή έπαυλη με νεκρικό θάλαμο απο τέσσερις μερμάρινες σαρκοφάγους. Το κάστρο της πρέπει να πρωτοκτίσθηκε από τους Ενετούς μετέ 1204 ενώ στην Τουρκοκρατία το λιμάνι της χρησιμοποιήθηκε σαν αγκυροβόλιο απο τον τουρκικό στόλο.

Σήμερα η πρωτεύουσα του Ν. Θεσπρωτίας αποτελεί ιδιαίτερα σημαντική θαλάσσια πύλη εισόδου στην Ελληνική επικράτεια, ενώ η προνομιακή της θέση θα αναβαθμιστεί με την ολοκλήρωση των εκτελουμένων εργασιών επέκτασης του λιμανιού της και της κατασκευής της Εγνατίας οδού.